Skip to main content

Ας κατέβουμε -για λίγο- από τις πλάτες του Γιάννη

Οταν καταφέρουμε να κρατήσουμε χαμηλούς τόνους και να δούμε την πραγματικότητα χωρίς να μας τυφλώνει η λάμψη του καλύτερου παίκτη του κόσμου, ίσως τότε η εθνική μπάσκετ ν' αποκτήσει σοβαρή προοπτική. Γράφει ο Μιχάλης Στεφάνου.

Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στον αθλητισμό σίγουρα δεν είναι η ήττα. Η ήττα, είναι απλά το ένα από τα δύο πιθανά αποτελέσματα ενός αγώνα -μπάσκετ εν προκειμένω- οπότε ας δεχτούμε το... κακό που μας βρήκε με όση ψυχραιμία διαθέτουμε, αφήνοντας έστω για μια φορά στην άκρη τις υπερβολές.

Στο κάτω κάτω, οι διεθνείς μας το πάλεψαν. Είχαν διάθεση, υψηλό κίνητρο και αληθινή δίψα για διάκριση -κάτι που φάνηκε και από τις συναισθηματικά φορτισμένες αντιδράσεις τους στο τέλος- και πράγματι θα μπορούσαν να φτάσουν πιο μακριά στο τουρνουά, αλλά παρότι συχνά μας διαφεύγει, δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο. Υπάρχουν κι άλλοι που αγωνίζονται, θέλουν να νικήσουν και ενίοτε τα καταφέρνουν καλύτερα από εμάς.

Όπως η Γερμανία, για παράδειγμα, που παρά τις τρανταχτές απουσίες της πραγματοποιεί ένα εξαιρετικό τουρνουά και δίκαια βρίσκεται στη ζώνη των μεταλλίων.  Τώρα για ποιο λόγο μια ομάδα που έχει κερδίσει αντιπάλους όπως η Γαλλία και η Λιθουανία, μετέχοντας στον δυσκολότερο όμιλο, αγωνίζεται εντός έδρας και διαθέτει ένα ρόστερ με παίκτες από το ΝΒΑ και την Euroleague, εμείς τη θεωρούσαμε του χεριού μας, είναι κάτι που χρήζει έρευνας. Και ίσως η αναζήτηση αυτογνωσίας να έχει, τελικά, πολύ μεγαλύτερη αξία από την αναζήτηση ευθυνών για μια ήττα από έναν ανώτερο -όπως αποδείχθηκε- αντίπαλο.

Αντί να ψάχνουμε μόνιμα γιατί χάσαμε εμείς -λες και τα πάντα εξαρτώνται από τη δική μας απόδοση- ας δούμε κάποια στιγμή και γιατί (μας) κερδίζουν οι άλλοι. Τι κάνουν καλύτερα από εμάς, όχι μόνο στο παρκέ  την ώρα της κρίσης, αλλά παντού. Στα αναπτυξιακά τους προγράμματα, στις εγχώριες λίγκες, στα κέντρα των αποφάσεων. Ας δούμε πώς προσεγγίζουν το άθλημα του μπάσκετ, πού και πόσο επενδύουν, αν τα γήπεδα τους είναι γεμάτα, με ποια κριτήρια στελεχώνουν τις ομοσπονδίες τους κι αν οι... διεθνείς διαιτητές τους πανηγυρίζουν αποκλεισμούς στα social media με αναρτήσεις βουτηγμένες στη μνησικακία και την μικρότητα.

Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα κάθε χώρας είναι η αποτύπωση της μπασκετικής της κουλτούρας. Το αποτέλεσμα μιας αγωνιστικής και οργανωτικής φιλοσοφίας, που προφανώς έχει τις ρίζες του αρκετά βαθιά στο χρόνο. Δεν είναι το εφήμερο και το άρπα-κόλλα, ούτε το... «τώρα που τους μαζέψαμε πάμε να το πάρουμε». Είναι οι εξετάσεις της πάνω σ' ένα πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο. Η Ισπανία βρίσκεται ΠΑΛΙ στην τετράδα με μια 12αδα που προκαλούσε τις… ειρωνείες μας στα φιλικά του Αυγούστου.

Το παγκόσμιο φαινόμενο που ακούει στο όνομα Γιάννης Αντετοκούνμπο, φοράει την φανέλα της εθνικής και στέλνει την έπαρση μας στα ουράνια αλλά δεν αποτελεί ούτε αντιπροσωπευτικό δείγμα, ούτε προϊόν του ελληνικού μπάσκετ. Όταν βρισκόταν στην Ελλάδα τον αφήναμε να πεινάει και να ζει ως παράσιτο και τώρα νομίζουμε ότι ψηλώσαμε επειδή πατάμε στις τεράστιες πλάτες του.

Αν όμως επιχειρήσουμε να επιστρέψουμε για λίγο στο έδαφος και να δούμε την πραγματικότητα, χωρίς να μας τυφλώνει η δική του λάμψη, θα διαπιστώσουμε ότι δεν παρουσιάσαμε τίποτα καινούργιο στο Ευρωμπάσκετ. H καθοδήγησή μας υπήρξε καθόλα politically correct, μα ολίγον... baskteball uncorrect. Στείλαμε μια 12αδα με τρεις τραυματίες παίκτες, γιατί δυστυχώς δεν υπήρχαν άλλοι να τους αντικαταστήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να κατέβουμε ουσιαστικά χωρίς κανέναν ετοιμοπόλεμο σέντερ και μ’ έναν φόργουορντ σκιά του εαυτού του, αλλά αντί να αντιληφθούμε το υπερμέγεθος της λειψανδρίας μας, αυτοαποκαλούμασταν "πάνοπλοι" και φορτώναμε την εθνική με ένα κάρο προσδοκίες. Πριν παίξουμε το πρώτο νοκ αουτ, τα ΜΜΕ ενημέρωναν για το επόμενο και πριν αρχίσει ο προημιτελικός κουβεντιάζαμε για τον αντίπαλό μας στους «4». Τόση αμετροέπεια!

 

Μας είναι αδύνατον να κρατήσουμε χαμηλούς τόνους και να κατανοήσουμε ότι στην εποχή της αλληλεπίδρασης που ζούμε, κάθε τι που θα γραφτεί και θα ειπωθεί έχει αντίκτυπο στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Αντί να παραδειγματιστούμε από τη σεμνότητα των περισσότερων διεθνών και προπαντός εκείνου που έχει όλο τον πλανήτη στα πόδια του (αλλά πασχίζει ακόμα για την αποδοχή στη χώρα μας), αντί να αγκαλιάσουμε τα παιδιά που στέλνει κατά εκατοντάδες στα γήπεδα μαγεμένα από τα κατορθώματά του, αντί να προβληματιστούμε για την φτωχή παραγωγικότητά μας και την απουσία αγνού ταλέντου στον μέσο Ελληνα παίκτη (ο οποίος κάνει εκατό δουλειές, αλλά δυσκολεύεται να βάλει την μπάλα στο καλάθι), εμείς ξέρουμε μόνο να ορίζουμε απαιτήσεις.

Η εθνική μπάσκετ δεν είναι Κολυμβήθρα του Σιλωάμ να γιατρέψει τις κοινωνικές παθογένειες. Δεν είναι κοιτίδα εθνικισμού ή πεδίο βολής φτηνό πολιτικών ή άλλων αντιπαραθέσεων. Δεν είναι βιτρίνα να φτιάχνει κανείς το βιογραφικό του, ούτε η «χώρα των θαυμάτων».  Η εθνική μπάσκετ είναι ένας ζωντανός οργανισμός και απαιτεί τακτική και επιμελής φροντίδα, όχι πρόχειρο «κουράρισμα» και ευλογίες από τον Αρχιεπίσκοπο. Θέλει δίπλα της αληθινούς φιλάθλους οπλισμένους με υπομονή, δεν πρόκειται για σύλλογο ώστε να τρέφεται μόνο από τις νίκες. Είναι, τελικά, η σχέση όλων μας με αυτό το φανταστικό άθλημα και δεν είναι υποχρεωτική...